- τραχηλίας
- τραχηλίᾱς , τραχηλιάωarch the neck proudly.imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
δράκος της Αυστραλίας — Γένος σαύρας της Αυστραλίας, του είδους chlamydosaurus kingi, της οικογένειας των αγαμιδών, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Είναι ζώο με μέτριο μέγεθος (μήκος έως 90 εκ.), που τρέφεται κυρίως με έντομα, αβγά πουλιών … Dictionary of Greek